Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Το κατά συνθήκη ψεύδος και η καταστολή της λαϊκής οργής

Οι μαρτυρίες ανθρώπων που υπέστησαν τα πάνδεινα κατά την διάρκεια της κρίσης είναι όχι μόνο πολλές αλλά ξεπερνούν κατά πολύ το συνηθισμένο. Όλοι αυτοί που βυθίστηκαν στην φτώχεια έξι χρόνια τώρα γιατί έτσι αποφάσισαν τα κομματικά επιτελεία δεξιών – αριστερών - κεντρώων και σοσιαλιστών, είναι όχι μόνο μακροχρόνια άνεργοι κάποιας ηλικίας, στους οποίους δεν προσφέρεται πλέον εργασία,  αλλά χιλιάδες νέοι που επιλέγουν την λύση της μετανάστευσης, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον τωρινό εφιάλτη. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά όλα τα κόμματα, που πάραυτα κοιτούν ακόμη πώς να βολέψουν «τα δικά τους παιδιά».Πράγματι, το ρουσφέτι όχι απλώς δεν έχει καταλαγιάσει, αλλά διαρκεί είτε εντός της κυβέρνησης είτε της αντιπολίτευσης. Μου αρέσει δε που καμώνονται πως τάχα εμφανίστηκε από το πουθενά «αξιοκρατία», πως πλέον δεν μπορείς να φοροδιαφύγεις και πως όσοι το πράττουν, «πιάνονται στην τσιμπίδα της εφορίας». Η κοροϊδία καλά κρατεί και η πειθώ των νεοαριστερο-δεξιών φτάνει στο αποκορύφωμά της. Οι μαρτυρίες όμως των νεόπτωχων πληθαίνουν και μαζί με αυτές χάνεται μια μοναδική ευκαιρία για το κράτος να τους εξοβελίσει. Έτσι το μένος των πολιτών παραμένει επίκαιρο και ο ξεσηκωμός κατά πάντων μετρά μέρες ή το πολύ μήνες. Οι αντιστάσεις των πολιτών φαίνονται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα χρέη, από τις κινήσεις που κάνουν κατά της δήμευσης των περιουσιών τους, όταν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία ζητούν πίσω τα χρήματά τους, αφού πρώτα τα έχουν πάρει σε πολλαπλάσιο βαθμό από τους τόκους και το τιμωρητικό φούσκωμα της ελάχιστης δόσης. Γνωρίζουν πως έχουν εισπράξει πολύ περισσότερα, στόχος τους όμως είναι να συνεχίζουν να εισπράττουν χωρίς φειδώ και  μέτρο, προβαίνοντας παράλληλα σε μαζικές κατασχέσεις, γιατί έτσι νομίζουν πως θα παρουσιάζουν κερδοφορία την εποχή της κρίσης. Και είναι πράγματι έτσι. Και οι πολίτες δεν έχουν τι να προκαταβάλλουν ως  ελάχιστη πληρωμή, ούτε να εγγυηθούν ότι θα επιστρέψουν μέρος των χρεών. Το κράτος βέβαια ουδόλως νοιάζεται για τις «περιπέτειες» αυτές, ούτε καν για τα αδιέξοδα και τα εμπόδια των πολιτών. Αφήνοντάς τους ανυπεράσπιστους, υλοποιεί τις συντηρητικές και μνημονιακές πολιτικές, με μοναδικό όπλο την υποκρισία και αυθαιρεσία των ιθυνόντων. Ούτε πόσοι αυτοκτόνησαν κατά την διάρκεια της κρίσης λαμβάνονται υπόψιν, ούτε τα πτωχευμένα νοικοκυριά υποστηρίζονται αποτελεσματικά. Όλα κινούνται σε ρυθμούς χελώνας, διότι έτσι αποφάσισαν όσοι θα βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Ανάπτυξη από την άλλη δεν φαίνεται από πουθενά, ειδικά σε μια χώρα όπου το ποσοστό των νέων 17-35 ετών βρίσκεται σε παρατεταμένη ανεργία, εργαζόμενοι περιστασιακά για ένα κομμάτι ψωμί. Το πιο τραγικό απ΄όλα είναι όμως πως από την άλλη πλευρά δεν είναι και λίγοι εκείνοι που προσπαθούν  να βρουν το μέσον για να βολέψουν τα παιδιά τους. Αν το βρουν, όλα μέλι γάλα. Αν όχι, «φταίει η εκάστοτε κυβέρνηση». Με λίγα λόγια: Η υποκρισία των πολιτευτών αντανακλάται στις δόλιες συνήθειες αυτών που, αφού τακτοποιήσουν τα παιδιά τους σε μια δουλειά, κομπορρημονούν για την αξιοκρατία, σερβίροντας ψέματα περί των υποτιθέμενων «προσόντων» των παιδιών τους. Αυτή είναι δυστυχώς μια άλλη  πραγματικότητα της Ελλάδας, της χώρας που το ρουσφέτι όχι απλά δεν θα καταργηθεί αλλά θα συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση λόγω αυτών ακριβώς των δυσκολιών στην αγορά εργασίας μετά τις περικοπές και την λιτότητα. Όποιος λοιπόν έχει το καλύτερο μέσον, βολεύεται τάχιστα και χωρίς πολύ κόπο. Οι μαρτυρίες όμως των νεόπτωχων δεν σταματούν, παρά το όργιο της «διαφανούς» διαδικασίας προσλήψεων. Αρχής γενομένης από τους γραμματείς και συμβούλους των υπουργείων, μέχρι τους διοικητές νοσοκομείων και οργανισμών, η σήψη προχωρά ακάθεκτη, μη έχοντας κάτι άλλο να κρύψει. Οι νεόπτωχοι όμως πολλαπλασιάζονται αλματωδώς. Στο τέλος ζητούν μονάχα την αξιοπρέπειά τους, εγκαταλείποντας μια χώρα – σκιά του εαυτού της, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στην Κεντρική Ευρώπη. Ποια θα μείνουν στην χώρα τελικά; Αφού καταθέσεις και νέοι έχουν φύγει στο εξωτερικό, με τι κότσια μπορούν να μιλούν ακόμη για ανάπτυξη; Και όμως το κάνουν. Με περισσό θράσος εφαρμόζουν κατά γράμμα τις οδηγίες των δανειστών και κομπάζουν πως εδώ είναι το κέρδος…Και νάταν μόνο αυτό, καλά θα ήταν, το μυαλό τους όμως δεν σταματά εκεί. Έχουν ακόμη να υποσχεθούν πολλά. Και με δεδομένο ότι όσοι θα αντιδρούσαν περαιτέρω έχουν ήδη φύγει, το έργο τους γίνεται ευκολότερο. Διευκρινιστικά το λέω, δεν υπάρχει πια ούτε κριτική σκέψη, ούτε αμφισβήτηση σε μεγάλη μερίδα των πολιτών, παρά το γεγονός ότι πολλοί ανθίστανται με σθένος. Υπάρχει περισσή φτώχεια και θλίψη στην χώρα της παρατεταμένης λησμονιάς χρόνων, τότε που  η φτώχεια ένωνε τους ανθρώπους και δεν τους χώριζε.  Και όλα χάριν αυτών που από ένα σημείο και μετά  θεώρησαν πως με το ψέμα κρατούν την λαϊκή οργή σε καταστολή.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Ελευθερία ή ησυχία;

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθώς καλείται να εφαρμόσει μέτρα των δανειστών που εξαρχής είχε υποστηρίξει πως δεν τα δέχεται αλλά «δεν μπορεί να κάνει αλλιώς». Το ασφαλιστικό, οι περικοπές συντάξεων αλλά και η υψηλή φορολογία δημιουργούν νέα αναστάτωση στην ελληνική κοινωνία, οι πολίτες της οποίας αισθάνονται και πάλι προδομένοι με τις επιλογές τους αλλά πάνω απ΄όλα εξουθενωμένοι από τις συνεχείς φορολογικές επιβαρύνσεις ή επιθέσεις. Είναι απορίας άξιον πως επιβιώνει μετά τα αλλεπάλληλα οικονομικά μέτρα ο Έλληνας πολίτης και μάλλον το μυαλό του καθενός πηγαίνει στην διαφθορά, την δωροδοκία και την κάθε λογής υπεξαίρεση. Υπάρχει όμως, καθώς φαίνεται,  ακόμη χρήμα στην ελληνική κοινωνία από την δεκαετία του ΄90, κυρίως από το χρηματιστήριο,  τις μετοχές και τον τζόγο που κατέκλυσε ως μόδα τους πολίτες. Τουλάχιστον σε κάποιους από αυτούς. Στα τυχερά παιχνίδια, βέβαια, συνεχίζουν να ποντάρουν εν μέσω κρίσης οι πολίτες, ειδικά τώρα που το ρευστό απουσιάζει στις συναλλαγές και τις δοσοληψίες. Αρκεί όμως η τύχη για να ανασάνει ο πολίτης; Ή μήπως με τον τρόπο αυτό κερδοσκοπούν κάποιοι άλλοι που δεν γνώρισαν ποτέ την φτώχεια και την στέρηση; Όταν ο πολίτης καταφεύγει στο κάθε τζόκερ για να αλλάξει τα οικονομικά του, όταν στις καθημερινές συνήθειες προστίθεται η μανιώδης συμμετοχή στο facebook και το twitter που καλύπτουν βασικές επικοινωνιακές ανάγκες αλλά και η κάθε σαχλή ατάκα που γεμίζει στα πρωινάδικα  τα κενά της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας και που χαμηλώνει αισθητά το πνευματικό επίπεδο, αναδεικνύοντας την αμορφωσιά σε προσόν και την αμάθεια σε  κανόνα, σαφώς και δεν υπάρχουν άλλοι διέξοδοι. Όμως όπως γράψει παλαιότερα: Το συναίσθημα του κόσμου δεν εγκλωβίζεται καθώς έχει ακόμη διεξόδους για να αποδράσει. Απλά αυτό που συμβαίνει πολύ συχνά, είναι αυτές οι αποδράσεις να θεωρούνται από το σύστημα κυριαρχίας, ουτοπικές ονειρώξεις. Και κατ΄αυτήν την έννοια να επινοούνται τρόποι μαζικής αλλοτρίωσης. Φανταστικός όμως είναι ο σημερινός κόσμος που βυθίζεται αναφανδόν στην αποξένωση. Ο μόνος εφικτός κόσμος είναι αυτός που το σύστημα εξουσίας απαγόρευσε στον πολίτη να ονειρευθεί και πολύ περισσότερο να κάνει πράξη. Την πράξη της ρεαλιστικής  αυτονόμησής του ενάντια στην χαοτική και επιτηδευμένη συνάμα απομόνωσή του που βολεύει την εκάστοτε εξουσία. Το μόνο εφαρμόσιμο δημοκρατικό εφαλτήριο είναι η αυτοοργάνωση των πολιτών στις γειτονιές και τους Δήμους, οι αποφάσεις για μια πραγματικά δημοκρατική ζωή με όπλο την γνώση και την μόρφωση αλλά πάνω απ΄όλα τον σεβασμό και την αλληλεγγύη στον συμπολίτη. Το κέρδος από αυτή την θεώρηση είναι πολλαπλό καθώς δεν κερδίζεται μόνο η ελευθερία αλλά και η ανεξάρτητη πολιτική στάση απέναντι στα προβλήματα που δημιούργησαν και συσσώρευσαν οι οικονομικές ελίτ, που προτείνουν τώρα  νέους εκβιασμούς για να κλείσουν στόματα. Ουτοπία λοιπόν είναι η σημερινή πραγματικότητα λόγω του ανεφάρμοστου και του κοινωνικοοικονομικού αδιεξόδου. Η σημερινή κυβέρνηση όπως και οι προηγούμενες εφαρμόζουν πολιτικές ασφυξίας και να τους ρωτήσει κανείς όλους θα απαντήσουν με ένα στόμα μια φωνή: «Δεν το θέλουμε, είμαστε αναγκασμένοι». Λες και όλοι τζογάρουν στην μερίδα αυτή των πολιτών που ακόμη μπορεί ακόμη και επιβιώνει, ελπίζοντας παράλληλα πως με το σερβίρισμα των κάθε λογής νέων smartphones και με την επίδειξη του «τελειωμένου» πολίτη που φορά ακουστικά στο μετρό, τα τραμ και τα λεωφορεία αδιαφορώντας για τον περίγυρο, οι διαμαρτυρίες θα κοπάσουν. Λες και το ζητούμενο είναι η ησυχία και όχι η ελευθερία, όπως έλεγε χαρακτηριστικά κάποιος φιλόσοφος, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την απάθεια των πολιτών και την σφοδρή επιθυμία της εκάστοτε εξουσίας να τους κρατά σε καταστολή.